Οδηγός για το Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων

Η ενότητα αυτή σας βοηθά να κατανοήσετε πώς μπορείτε να επιλύσετε μια διαφορά στο πλαίσιο του Συστήματος Επενδυτικών Δικαστηρίων (ICS) στις συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

6 βήματα για την επίλυση διαφοράς στο πλαίσιο του Συστήματος Επενδυτικών Δικαστηρίων

 

Προτού ξεκινήσετε — Έχετε διαφορά;

 

Για να γνωρίζετε αν έχετε διαφορά που εμπίπτει στη σχετική συμφωνία, θα πρέπει να εξετάσετε τις διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των καλυπτόμενων διαφορών.

Γενικά, διαφορά ανακύπτει όταν ένας επενδυτής ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη (κράτος καταγωγής) ισχυρίζεται ότι το άλλο συμβαλλόμενο μέρος (κράτος υποδοχής) παραβίασε τη συμφωνία η οποία επηρεάζει επένδυση του επενδυτή στο κράτος υποδοχής η οποία προκαλεί απώλεια ή ζημία.

 

Σχετικές διατάξεις για τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής των διαφορών που καλύπτονται από συμφωνίες της ΕΕ

 

Εάν έχετε διαφορά, προσπαθήστε να την επιλύσετε με φιλικές λύσεις και, εάν δεν είναι δυνατόν, να υποβάλετε αίτημα για διαβουλεύσεις.

Σε περίπτωση εικαζόμενης παραβίασης, η διαφορά θα πρέπει να διευθετείται, στο μέτρο του δυνατού, με φιλικό διακανονισμό μέσω εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών.

Οι εναλλακτικοί μηχανισμοί επίλυσης διαφορών παρέχουν τη δυνατότητα εξεύρεσης συμφωνίας διακανονισμού χωρίς να επιβαρύνονται με τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου. Οι συμφωνίες της ΕΕ ενθαρρύνουν πάντα την επίλυση διαφορών μέσω φιλικών λύσεων, μεταξύ άλλων με τα ακόλουθα μέσα:

Μολονότι οι λύσεις αυτές είναι διαθέσιμες ακόμη και μετά την υποβολή της αίτησης, είναι προτιμότερο να επιδιωχθούν, στο μέτρο του δυνατού, πριν από την υποβολή αιτήματος για διαβουλεύσεις. Κάθε διάδικο μέρος συμμορφώνεται και συμμορφώνεται με κάθε αμοιβαία αποδεκτή λύση.

 

Σχετικές διατάξεις για την εξεύρεση πληροφοριών σχετικά με τους εναλλακτικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο των συμφωνιών της ΕΕ

1

Υποβολή αίτησης για διαβουλεύσεις

 

Εάν μια διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί με φιλικό τρόπο, ένα μέρος μπορεί να ζητήσει διαβουλεύσεις με γραπτό αίτημα που υποβάλλεται στο άλλο μέρος, προσδιορίζοντας το επίμαχο μέτρο και τις διατάξεις που θεωρεί ότι παραβιάζουν τις ενέργειες του κράτους υποδοχής.

 

Το αίτημα για διαβουλεύσεις είναι απαραίτητο, δεδομένου ότι αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο πριν από την κίνηση της διαδικασίας. Αποτελεί επίσης την αφετηρία της προθεσμίας για την υποβολή της αίτησης (βλ. κατωτέρω).

Το αίτημα πρέπει να περιέχει συγκεκριμένες πληροφορίες και να υποβάλλεται εντός προθεσμίας που ορίζεται στη σχετική συμφωνία.

Ο χρονικός περιορισμός λαμβάνει ιδίως υπόψη την περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων θα ζητούσε πρώτα επανόρθωση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, προτού προσφύγει στο Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων βάσει της σχετικής συμφωνίας.

 

Σχετικές διατάξεις για την εξεύρεση πληροφοριών σχετικά με τις απαιτήσεις υποβολής αιτήματος για διαβουλεύσεις στο πλαίσιο συμφωνιών της ΕΕ

Εάν προτίθεστε ήδη να κινήσετε διαδικασία, πρέπει να αποστείλετε ειδοποίηση πρόθεσης στον/στους ερωτώμενο/-ους πριν από τη λήξη του σταδίου των διαβουλεύσεων.

2

Αποστολή δήλωσης πρόθεσης

 

Κάθε σχετική συμφωνία προβλέπει ότι, εάν η διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την υποβολή του αιτήματος για διαβουλεύσεις, ο επενδυτής μπορεί να αποστείλει ειδοποίηση προθέσεων στον εναγόμενο ή στους ερωτώμενους, η οποία πρέπει να διευκρινίσει γραπτώς την πρόθεσή σας να υποβάλετε την αξίωση για επίλυση διαφορών μαζί με τις σχετικές πληροφορίες.

 

Η παρούσα ανακοίνωση πρόθεσης είναι σημαντική, καθώς στην περίπτωση που η διαφορά στρέφεται κατά της ΕΕ και των κρατών μελών της, θα κινήσει τη διαδικασία προσδιορισμού του ορθού εναγομένου.

Σε περίπτωση που δεν έχετε ενημερωθεί για την απόφαση της ΕΕ, ο ερωτώμενος θα είναι η ΕΕ όπου τα μέτρα που προσδιορίζονται στην ανακοίνωση αποτελούν αποκλειστικά μέτρο της ΕΕ, ενώ ο καθ’ ου θα είναι κράτος μέλος στο οποίο τα μέτρα που προσδιορίζονται στην ανακοίνωση αποτελούν αποκλειστικά μέτρο του εν λόγω κράτους μέλους.

 

Σχετικές διατάξεις στο πλαίσιο συμφωνιών της ΕΕ για την εξεύρεση πληροφοριών σχετικά με τις απαιτήσεις αποστολής δήλωσης προθέσεων όταν η διαφορά στρέφεται κατά της ΕΕ και των κρατών μελών της

Εάν η διαφορά δεν μπορεί να διευθετηθεί μέσω διαβουλεύσεων, μπορείτε να υποβάλετε την προσφυγή σας στο δικαστήριο.

3

Υποβολή αξίωσης στο δικαστήριο

 

Εάν τα μέρη δεν κατορθώσουν να επιλύσουν τη διαφορά μέσω διαβουλεύσεων, μπορεί να υποβληθεί αίτηση στο Δικαστήριο ΔΔ.

 

Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, αρχής γενομένης από την υποβολή του αιτήματος για διαβουλεύσεις.

Η υποβολή της αγωγής πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία, όπως τους κανόνες βάσει των οποίων υποβάλλεται η διαφορά. 

Με την επιφύλαξη ειδικών εξαιρέσεων, εάν ένας επενδυτής αποφασίσει να κινήσει διαδικασία στο πλαίσιο του Συστήματος Επενδυτικών Δικαστηρίων της ισχύουσας συμφωνίας, πρέπει να αποσύρει ή να διακόψει τυχόν υφιστάμενες διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου βάσει του εσωτερικού ή του διεθνούς δικαίου σχετικά με μέτρο που εικάζεται ότι συνιστά παράβαση που αναφέρεται στην αξίωση. Πρέπει επίσης να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του να εγείρει οποιαδήποτε αξίωση ή να κινήσει διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου βάσει του εσωτερικού ή του διεθνούς δικαίου σε σχέση με μέτρο που εικάζεται ότι συνιστά παράβαση που αναφέρεται στην αγωγή.

 

Σχετικές διατάξεις για την εξεύρεση πληροφοριών σχετικά με τις απαιτήσεις υποβολής αίτησης και τα ειδικά χρονοδιαγράμματα στο πλαίσιο των συμφωνιών της ΕΕ

Μόλις παραληφθεί και διεκπεραιωθεί η αίτησή σας, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο θα αξιολογήσει την υπόθεση και θα εκδώσει προσωρινή απόφαση.

4

Αξιολόγηση της υπόθεσης και προσωρινή ανάθεση

 
 

Το Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων περιλαμβάνει μηχανισμό δύο βαθμίδων με πρωτοβάθμιο δικαστήριο που θα εκδικάζει την υπόθεση και θα εκδίδει την απόφασή του σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο.

Όπως εξηγήθηκε, το Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων αποκλίνει από τον «ad hoc» χαρακτήρα των διαιτητικών διαδικασιών, όπου τα διάδικα μέρη επιλέγουν τους αντίστοιχους διορισμένους από τα συμβαλλόμενα μέρη διαιτητές τους.

Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ διορίζει τους δικαστές που απαρτίζουν το τμήμα του Δικαστηρίου ΔΔ που εκδικάζει την υπόθεση. Τα τρία μέλη του δικαστηρίου (εκτός εάν συμφωνηθεί ένας μόνο δικαστής) επιλέγονται από τον κατάλογο των μελών που έχουν διοριστεί από τα συμβαλλόμενα μέρη. Ο ένας είναι υπήκοος κράτους μέλους της ΕΕ, ένας υπήκοος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους και ένας υπήκοος τρίτης χώρας που προεδρεύει του τμήματος του δικαστηρίου που θα εκδικάσει την υπόθεση.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο θα είναι σε θέση να εξετάζει τις προκαταρκτικές ενστάσεις καθώς και τις αιτήσεις για τη λήψη προσωρινών μέτρων.

 

Η απόφαση που εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι προσωρινή, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι δεσμευτική (και εκτελεστή) εάν ασκηθεί προσφυγή. Ωστόσο, εάν έχει παρέλθει συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από την έκδοση της προσωρινής απόφασης και κανένα διάδικο μέρος δεν έχει ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης, η προσωρινή απόφαση καθίσταται οριστική και εκτελεστή.

 

Σχετικές διατάξεις των συμφωνιών της ΕΕ για την εξεύρεση πληροφοριών σχετικά με τη σύσταση του Δικαστηρίου και τη διεξαγωγή των διαδικασιών

Η προσωρινή απόφαση μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του εφετείου, το οποίο θα εκδώσει οριστική απόφαση.

5

Προσφυγή και τελεσίδικη ανάθεση

 

 

Εάν ένα διάδικο μέρος θεωρεί ότι η απόφαση που εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο περιέχει σφάλματα, μπορεί να προσβληθεί. Το εφετείο θα επανεξετάσει τη διαιτητική απόφαση και θα εκδώσει την τελική απόφαση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.

Το Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων περιλαμβάνει μηχανισμό δύο βαθμίδων με μόνιμο όργανο προσφυγής. Οι δικαστές του εφετείου που εκδικάζουν την υπόθεση θα επιλεγούν από τον κατάλογο των μελών που διορίζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας.

Ο πρόεδρος του εφετείου διορίζει τα μέλη που απαρτίζουν το τμήμα του εφετείου που εκδικάζει την έφεση. Το εφετείο εκδικάζει υποθέσεις σε τμήματα που αποτελούνται από τρία μέλη: ο ένας είναι υπήκοος κράτους μέλους της ΕΕ, ένας υπήκοος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους και ένας υπήκοος τρίτης χώρας που προεδρεύει του τμήματος του δικαστηρίου που θα εκδικάσει την υπόθεση.

Εάν το εφετείο απορρίψει την προσφυγή, η προσωρινή απόφαση καθίσταται τελεσίδικη.

Εάν η προσφυγή είναι βάσιμη, το εφετείο τροποποιεί ή αναβάλλει, εν όλω ή εν μέρει, τις νομικές διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα της προσωρινής απόφασης. Το εφετείο μπορεί να εκδώσει το ίδιο οριστική απόφαση ή να αποφασίσει να αναπέμψει την υπόθεση στο πρωτοδικείο.

Η οριστική απόφαση του εφετείου ή η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση θα είναι οριστική και δεσμευτική.

 

Σχετικές διατάξεις των συμφωνιών της ΕΕ για την εξεύρεση πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία προσφυγής και την τελική ανάθεση

Εάν ένας επενδυτής λάβει οριστική απόφαση υπέρ του, μπορεί να κινήσει διαδικασία εκτέλεσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

6

Διαδικασίες εκτέλεσης στα εθνικά δικαστήρια

 

Μόλις εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, καθίσταται εκτελεστή.

 

Οι τελικές αποφάσεις είναι δεσμευτικές μεταξύ των διάδικων μερών και δεν υπόκεινται σε προσφυγή, επανεξέταση, αναίρεση, ακύρωση ή οποιοδήποτε άλλο μέσο έννομης προστασίας.

Εάν ένας επενδυτής λάβει οριστική και δεσμευτική απόφαση υπέρ του, μπορεί να κινήσει διαδικασία εκτέλεσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης διέπεται από τους νόμους που διέπουν την εκτέλεση αποφάσεων ή αποφάσεων που ισχύουν όταν ζητείται η εκτέλεσή της.

 

Σχετικές διατάξεις των συμφωνιών της ΕΕ για την εξεύρεση πληροφοριών σχετικά με την εκτέλεση τελεσίδικων αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο του Συστήματος Επενδυτικών Δικαστηρίων

Κοινοποίηση αυτής της σελίδας:

Γρήγορες συνδέσεις

Συχνές ερωτήσεις